- αγιοθοδωρήσια
- τα [αγιοθοδωρίζω]1. γεύμα που παραθέτει εκείνος που «αγιοθοδωρίζει» σε όσους έρχονται να τόν συγχαρούν στο σπίτι του μετά τη λειτουργία τών Προηγιασμένων2. οι καρποί που προσφέρει αυτός που «αγιοθοδωρίζει» στην ίδια περίσταση.
Dictionary of Greek. 2013.